- χαλαζάεις
- χᾰλαζᾱεις1 thick as hail
ἐν πολυφθόρῳ Διὸς ὄμβρῳ ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ I. 5.50
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἐν πολυφθόρῳ Διὸς ὄμβρῳ ἀναρίθμων ἀνδρῶν χαλαζάεντι φόνῳ I. 5.50
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
χαλαζάεις — εσσα, εν, Α (δωρ. τ.) βλ. χαλαζήεις … Dictionary of Greek
χαλαζήεις — και δωρ. τ. χαλαζάεις, εσσα, εν, Α 1. όμοιος με χαλάζι στη μορφή, στην πυκνότητα ή στο πλήθος 2. φρ. «σκορπιός χαλαζήεις» σκορπιός τού οποίου το κέντρισμα προκαλεί παγετώδες ρίγος (Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαζα + κατάλ. ήεις (βλ. λ. όεις)] … Dictionary of Greek